κερόεις

κερόεις
κερόεις, -όεσσα ([var] contr. -οῦσσα) , -όεν,
A horned, Anacr.51, Simon. 30, S.Fr.89, E.Ph.828 (lyr.), Doroth. ap. Heph.Astr.3.7, etc.; κερόεις ὄχος carriage drawn by horned cattle, Call.Dian.113.
II of horn,

λωτός AP7.223

(Thyill.).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • κερόεις — κερόεις, όεσσα, όεν, θηλ. συνηρ. κερούσσα (Α) [κέρας] 1. αυτός που έχει κέρατα, κερασφόρος («κερόεις ὄχος» όχημα που σύρεται από ζώα τα οποία έχουν κέρατα, Καλλ.) 2. (για αυλό) κατασκευασμένος από κέρατο …   Dictionary of Greek

  • κερόεις — horned masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κεροέσσης — κερόεις horned fem gen sg (attic epic ionic) κεροέις fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κεροέσσῃ — κερόεις horned fem dat sg (attic epic ionic) κεροέις fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κερόεν — κερόεις horned masc voc sg κερόεις horned neut nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κερόεντα — κερόεις horned neut nom/voc/acc pl κερόεις horned masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κεροέντος — κεροέις masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κερόεντας — κερόεις horned masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κερόεντι — κερόεις horned masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κερόεντος — κερόεις horned masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κερόεσσα — κερόεις horned fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”